συρικιάζω

συρικιάζω
και σιρικιάζω Ν [συρίκι]
προσβάλλομαι από σύρικα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιρικιάζω — Ν βλ. συρικιάζω …   Dictionary of Greek

  • συρίκιασμα — το, Ν [συρικιάζω] ο σύρικας …   Dictionary of Greek

  • συρικώνω — Ν [σύρικας] 1. συρικιάζω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) συρικωμένος, η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από σύρικα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”